- πολυθρυλής
- πολυ-θρῡλής, ές, = sq., Ptol.Tetr. 170 (s.v.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυθρυλής — ές, Α πολυθρύλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θρῦλος] … Dictionary of Greek